Έρευνα: ADHD και Νευροανάδραση

Έρευνα: ADHD και Νευροανάδραση

Μαθησιακή Ικανότητα και Συμπεριφορά σε δείγμα μαθητών Δημοτικού Σχολείου με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητα: Νευροψυχολογική παρέμβαση με τη μέθοδο της Νευροανάδρασης

Αποτελέσματα έρευνας από την ομώνυμη διπλωματική εργασία του Master of Science “Σπουδές στην εκπαίδευση”
από τη Ράνια Ζερβάκη
γραμμένα για τις ανάγκες της ιστοσελίδας μας, έτσι ώστε να είναι αναγνώσιμα από το ευρύ κοινό. Το παρόν άρθρο δεν αποτελεί την αυτούσια επιστημονική εργασία.

Σκοπός της παρούσας ερευνητικής εργασίας ήταν να διερευνηθεί αν η εκπαίδευση με τη μέθοδο της Νευροανάδρασης μπορεί να επιφέρει βελτίωση στη μαθησιακή ικανότητα και τη συμπεριφορά μαθητών που έχουν διαγνωστεί με ΔΕΠ-Υ, όπως αυτές αξιολογούνται από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς των μαθητών αλλά και από τη δοκιμασία συνεχούς επίδοσης QIK-CPT. Για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των μαθητών με ΔΕΠ-Υ χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο Goodman Strengths and Difficulties Questionnaire, για την καταγραφή της μαθησιακής τους επίδοσης χρησιμοποιήθηκε μια άτυπη δοκιμασία μαθησιακής αξιολόγησης ενώ όπως συμβαίνει και στις περισσότερες διεθνείς έρευνες, κατεβλήθη προσπάθεια να αξιολογηθούν οι δυσκολίες των παιδιών με ΔΕΠ-Υ όχι μόνο από τις εξωτερικές καταγραφές των γονέων και των εκπαιδευτικών τους αλλά και από περισσότερο αντικειμενικές μετρήσεις όπως είναι η ηλεκτρονική δοκιμασία συνεχούς επίδοσης QIK-CPT. Οι 40 μαθητές του δείγματος είχαν διαγνωστεί με ΔΕΠ-Υ από τα ΚΕΔΔΥ. Παρόλα αυτά όλοι αξιολογήθηκαν τόσο από τους γονείς όσο και από τους εκπαιδευτικούς τους με την Ελληνική Κλίμακα Αξιολόγησης της ΔΕΠ/Υ-IV προς πιστοποίηση της παραπάνω αξιολόγησης. Οι τιμές όλων των μαθητών ήταν υψηλότερες από τις κρίσιμες τιμές για τη διάγνωση της διαταραχής. Η ομάδα παρέμβασης εκτός της παρακολούθησης του τμήματος ένταξης παρακολούθησε 40 συνεδρίες Νευροανάδρασης. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων συνάδει με τα αποτελέσματα των διεθνών ερευνών (Arns, de Ridller, Strehl et al., 2009) και καταδεικνύει ότι η εκπαίδευση με τη μέθοδο της Νευροανάδρασης αποτελεί μια επαρκή, αποτελεσματική και εξειδικευμένη προσέγγιση για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ.

Τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:
Όσον αφορά τη συμπεριφορά των μαθητών με ΔΕΠ-Υ, βάσει της αξιολόγησης των γονέων τους στην κλίμακα Goodman SDQ, οι μαθητές που παρακολούθησαν τις συνεδρίες Νευροανάδρασης παρουσίασαν μετά την παρέμβαση λιγότερα συναισθηματικά προβλήματα, λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς και βελτίωση στον περιορισμό της υπερκινητικότητας σε σχέση με τα παιδιά της ομάδας ελέγχου. Σε σχέση με τη μεταβλητή συναισθηματικά προβλήματα, οι γονείς των παιδιών της ομάδας ελέγχου κατέγραψαν μείωση των δυσκολιών τους πριν και μετά την παρακολούθηση του τμήματος ένταξης όμως ο ρυθμός βελτίωσης δεν ήταν ανάλογος του ρυθμού βελτίωσης της ομάδας παρέμβασης. Οι γονείς δεν κατέγραψαν σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα στις δύο ομάδες σε σχέση με τα προβλήματα με τους συνομηλίκους και τις προκοινωνικές συμπεριφορές. Παρόλα αυτά όσον αφορά τις προκοινωνικές συμπεριφορές τα παιδιά της ομάδας παρέμβασης παρουσίασαν στατιστικά σημαντική μεταβολή στην αύξηση αυτής της μορφής συμπεριφοράς πριν και μετά την παρέμβαση. Η βελτίωση στη συμπεριφορά των παιδιών με ΔΕΠ-Υ μετά την εκπαίδευση με τη Νευροανάδραση υποστηρίζεται και από διεθνείς έρευνες που χρησιμοποιούν και άλλες κλίμακες αξιολόγησης (Fuchs, Birbaumer, Lutzenberger et al., 2003∙ Rossiter, 2004∙ Steiner, Frenette, Rene et al., 2014).

Οι παραπάνω βελτιώσεις στη συμπεριφορά των παιδιών της ομάδας παρέμβασης ενδέχεται να οφείλεται στο γεγονός ότι η εκπαίδευση με τη μέθοδο της Νευροανάδρασης τροποποιεί την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου και κατά συνέπεια αποκαθιστά τη λειτουργία συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών. Συγκεκριμένα, η βελτίωση των συναισθηματικών δυσκολιών, συμπεριφορικών προβλημάτων και της υπερκινητικότητας ενδέχεται να οφείλεται στη βελτίωση της ηλεκτρικής δραστηριότητας του μετωπιαίου και του δεξιού κροταφικού λοβού, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση του συναισθήματος, του στρες, της παρόρμησης και της εκτελεστικής λειτουργίας του ανασταλτικού ελέγχου (Kalat, 1998∙ Gellatly & Zarate, 2007∙ Schroder & Bennett, 2014). H εκπαίδευση του μετωπιαίου λοβού, εξαιτίας της διασύνδεσής του με την αμυγδαλή, μπορεί να επηρεάσει την ενσυναίσθηση, την ηθική κρίση και τις κοινωνικές δεξιότητες του ατόμου (Schroder & Bennett, 2014). Επομένως, πιθανόν αυτός να είναι ο λόγος που τα παιδιά της ομάδας παρέμβασης εμφάνισαν αύξηση, σύμφωνα με τις αξιολογήσεις των γονέων τους, στην εκδήλωση προκοινωνικών συμπεριφορών.

Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι οι δύο ομάδες δεν επέδειξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στη βελτίωση των σχέσεων με τους συνομηλίκους και στην αύξηση των προκοινωνικών συμπεριφορών πιθανόν οφείλεται στο γεγονός ότι η δόμηση των προκοινωνικών συμπεριφορών, που περιλαμβάνουν έννοιες όπως ο αλτρουισμός, η ενσυναίσθηση, η συνεργασία, το μοίρασμα, το ενδιαφέρον για τους άλλους, αρχίζει να συντελείται στη βρεφική ηλικία, επηρεάζεται από το γονεϊκά πρότυπα μίμησης και σχετίζεται με την ικανότητα του οικογενειακού περιβάλλοντος να προσφέρει στο παιδί ασφάλεια και φροντίδα. Επομένως αποτελούν συμπεριφορές βαθιά ριζωμένες στην ιδιοσυγκρασία του παιδιού και δεν επηρεάζονται μόνο από την εγκεφαλική του δραστηριοποίηση. Η περιορισμένη εκδήλωση προκοινωνικών συμπεριφορών στα παιδιά με ΔΕΠ-Υ επηρεάζει και την ποιότητα των σχέσεων με τους συνομηλίκους τους καθώς οδηγεί σε έλλειψη σεβασμού και αποδοχής των αναγκών των άλλων και σε περιορισμένη διάθεση συνεργασίας (Craig & Baucum, 2007).

Σύμφωνα με τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών στο Goodman SDQ τα παιδιά και των δύο ομάδων παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές διαφορές πριν και μετά την παρέμβαση και στους πέντε τομείς αξιολόγησης όμως οι διαφορές αυτές δεν ήταν στατιστικά σημαντικά ανάμεσα στις δύο ομάδες. Επομένως οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι τα παιδιά βελτιώθηκαν εξίσου άσχετα με το αν παρακολούθησαν μόνο το τμήμα ένταξης ή με το αν εκπαιδεύτηκαν επιπλέον και με τη μέθοδο της Νευροανάδρασης. Η κρίση αυτή των εκπαιδευτικών ενδέχεται να οφείλεται στο γεγονός ότι παρατηρούν τη συμπεριφορά των παιδιών μόνο μέσα στο πλαίσιο του σχολείου και δεν έχουν τη δυνατότητα να την αξιολογήσουν και σε ευρύτερα περιβάλλοντα. Στο σχολικό πλαίσιο το παιδί απαιτείται να πειθαρχήσει σε ένα σύνολο κανόνων. Αυτό είναι πιθανόν να αποτυπωθεί στη συμπεριφορά του παιδιού είτε εξαιτίας εσωτερικών μεταβολών που βελτιώνουν τον αυτοέλεγχό του είτε εξαιτίας της εκμάθησης μιας ρουτίνας συγκεκριμένων συμπεριφορών μέσω της επιβολής ενός συστήματος αμοιβών και ποινών.

Όσον αφορά την αξιολόγηση της μαθησιακής απόδοσης των παιδιών των δύο ομάδων από τους εκπαιδευτικούς τους, παρατηρήθηκε ότι τόσο η ομάδα παρέμβασης όσο και η ομάδα ελέγχου εμφάνιζαν σημαντικές μαθησιακές δυσκολίες πριν την παρέμβαση. Η μαθησιακή τους απόδοση επαναξιολογήθηκε ύστερα από 4 μήνες όταν οι μεν μαθητές της ομάδας ελέγχου είχαν παρακολουθήσει το τμήμα ένταξης του σχολείου τους και οι δε μαθητές της ομάδας παρέμβασης είχαν ολοκληρώσει την εκπαίδευση με τη Νευροανάδραση. Οι εκπαιδευτικοί δεν κατέγραψαν βελτίωση στις μαθησιακές ικανότητες των παιδιών της ομάδας ελέγχου ενώ αξιολόγησαν ότι η μαθησιακή επίδοση των παιδιών της ομάδας παρέμβασης βελτιώθηκε σημαντικά. Οι μαθητές της ομάδας παρέμβασης εμφάνισαν μετά το πέρας των συνεδριών λιγότερες δυσκολίες ανάγνωσης, κατανόησης, γραπτής έκφρασης και ανάπτυξης ενός θέματος, γραφής, διαχείρισης και εφαρμογής μαθηματικών εννοιών.

Η σημαντική βελτίωση της μαθησιακής ικανότητας των παιδιών της ομάδας παρέμβασης ενδέχεται να οφείλεται στις τροποποιήσεις της εγκεφαλικής δραστηριότητας που επήλθαν μετά την εκπαίδευση με τη μέθοδο της Νευροανάδρασης. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, βασική αιτιολογία της ΔΕΠ-Υ είναι τα ελλείμματα στις εκτελεστικές λειτουργίες των μαθητών. Ο μετωπιαίος λοβός είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση των εκτελεστικών λειτουργιών και είναι η βασική περιοχή, η οποία εκπαιδεύεται και της οποίας η λειτουργικότητα αποκαθίσταται μετά την εκπαίδευση με τη μέθοδο της Νευροανάδρασης. Επομένως η αποκατάσταση της λειτουργίας του μετωπιαίου λοβού βοηθά τους μαθητές με ΔΕΠ-Υ να βελτιώσουν τα ελλείμματα που παρουσίαζαν στην ικανότητα σχεδιασμού μιας στρατηγικής ολοκλήρωσης μιας εργασίας, στην οργάνωση, στον προγραμματισμό, στην αυτοκαθοδήγηση, στην αυτοπαρατήρηση και στον αυτοέλεγχο (Meltzer, 2007). Τους επιτρέπει επίσης να επιλέγουν πολυπλοκότερες στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων (Kofman, Larson, & Mostofsky, 2008) και να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στη μελέτη και ανάλυση των δεδομένων ενός προβλήματος ή μιας δραστηριότητας (Βarkley, 2006) ενώ, παράλληλα, οι μαθητές με ΔΕΠ-Υ αποκτούν υψηλότερο κίνητρο να ασχοληθούν με τις σχολικές τους υποχρεώσεις, σαφέστερη στοχοθεσία και είναι σε θέση να καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια για την ολοκλήρωση μιας δραστηριότητας (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2012).

Μια άλλη σημαντική εκτελεστική λειτουργία που βελτιώνεται με την εκπαίδευση με τη μέθοδο της Νευροανάδρασης είναι η εργαζόμενη μνήμη. Η εργαζόμενη μνήμη είναι η ικανότητα να διατηρεί κανείς στη μνήμη του για περιορισμένο χρονικό διάστημα κάποιες χρήσιμες πληροφορίες και ταυτόχρονα να τις επεξεργάζεται και να τις χρησιμοποιεί για την επίλυση διάφορων προβλημάτων (Baddeley, 1996). Η εργαζόμενη μνήμη επιτρέπει ακόμα στο άτομο να διατηρεί την προσοχή του σε ένα ερέθισμα, να μη διασπάται και να μένει προσηλωμένο στο στόχο του (Castellanos & Tannock, 2002). Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ που παρουσιάζουν ελλείμματα στην εργαζόμενη μνήμη δυσκολεύονται να διατηρήσουν εστιασμένη την προσοχή τους σε μια πολύπλοκη εργασία, να ακολουθήσουν κανόνες και εντολές. Δυσκολεύονται επίσης στη γραφή και την ανάγνωση, στη χρήση κανόνων γραμματικής και συντακτικού. Επίσης η παραγωγή γραπτού λόγου είναι περιορισμένη σε όγκο και πολλές φορές χωρίς συνοχή και συνάφεια με το κεντρικό θέμα. Τέλος, λόγω των ελλειμμάτων στη συγκεκριμένη εκτελεστική λειτουργία τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ δυσκολεύονται στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων διότι δεν μπορούν εύκολα να εστιάσουν στις βασικές πληροφορίες του προβλήματος ούτε να ακολουθήσουν τα απαραίτητα βήματα για την επίλυσή τους (Μπιτσάκου, 2012).

Επομένως, η αποκατάσταση της παραπάνω εκτελεστικής λειτουργίας επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις σε όλους τους προαναφερόμενους γνωστικούς τομείς.
Οι δυσκολίες που εμφανίζουν οι μαθητές με ΔΕΠ-Υ στην ανάγνωση, την κατανόηση και την παραγωγή του γραπτού λόγου οφείλονται και αυτές σε ελλείμματα σε εκτελεστικές λειτουργίες, οι οποίες επίσης βελτιώνονται με την εκπαίδευση του μετωπιαίου λοβού μέσω της μεθόδου της Νευροανάδρασης. Συγκεκριμένα, με τη Νευροανάδραση στοχεύεται η αποκατάσταση του μηχανισμού της προσοχής, ελλείμματα του οποίου, σύμφωνα με τους Reynolds και Besner (2006), αναστέλλουν την αυτοματοποιημένη αναγνωστική ικανότητα και οδηγούν τους μαθητές στη συχνή τέλεση λαθών αποκωδικοποίησης. Σύμφωνα με τη Χυτήρη (2005) στον τομέα της κατανόησης, η παρορμητικότητα που εμφανίζουν οι μαθητές με ΔΕΠ-Υ τους οδηγεί στην επιφανειακή προσέγγιση ενός κειμένου και στην έλλειψη εστίασης στις λεπτομέρειές του. Η εκπαίδευση με τη μέθοδο της Νευροανάδρασης βοηθά στη μείωση του εύρους των βραδέων συχνοτήτων theta και στην αύξηση του εύρους της συχνότητας beta στον μετωπιαίο λοβό. Μέσω αυτής της ρύθμισης των εγκεφαλικών συχνοτήτων επέρχεται βελτίωση της ικανότητας συγκέντρωσης και αναχαίτιση της παρορμητικότητας ενώ η ταυτόχρονη εκπαίδευση του κροταφικού φλοιού βοηθά στην καλύτερη αναγνώριση και αποκωδικοποίηση των λέξεων (Lubar, 1995∙ Evans & Abarbanel, 1999).

Οι ίδιες ελλείψεις στην ικανότητα συγκέντρωσης και ελέγχου της παρορμητικότητας, οι οποίες παρεμποδίζουν την ικανότητα κατανόησης ενός γραπτού κειμένου στους μαθητές με ΔΕΠ-Υ, επηρεάζουν και τη γραφή αλλά και την γλωσσική έκφραση και ανάπτυξη ενός θέματος. Η εκπαίδευση του μετωπιαίου και κροταφικού φλοιού επιφέρει θετικά αποτελέσματα και σε αυτές τις δυσκολίες (Schroder & Bennett, 2014). Επιπλέον ο Kellogg (2008) αποδίδει σε ελλείμματα στο μηχανισμό προσοχής και στην εργαζόμενη μνήμη τις δυσκολίες στην παραγωγή του γραπτού λόγου τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και σε επίπεδο έκφρασης. Υποστηρίζει ότι ο σχεδιασμός, η γλωσσική παραγωγή, η νοητική αναπαράσταση και η κατανόηση του τι θέλει να εκφράσει γραπτά ο μαθητής είναι διαδικασίες άρρηκτα συνδεδεμένες με την εργαζόμενη μνήμη. Επιπλέον η παραγωγή γραπτού λόγου απαιτεί την ενεργοποίηση της εκτελεστικής λειτουργίας της προσοχής ώστε να είναι σε θέση ο μαθητής να εστιάσει τόσο σε αυτό που επιθυμεί να εκφράσει γραπτά όσο και σε αυτό που τελικά είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του. Επομένως για να μπορέσει ο μαθητής να παράξει ένα πλήρες γραπτό κείμενο θα πρέπει να μην παρουσιάζει ελλείμματα στις εκτελεστικές λειτουργίες της εργαζόμενης μνήμης και της προσοχής. Όπως έχει όμως ήδη αναφερθεί, οι μαθητές με ΔΕΠ-Υ παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις στις παραπάνω εκτελεστικές λειτουργίες. Η βελτίωση στην παραγωγή γραπτού λόγου που κατέγραψαν οι εκπαιδευτικοί των μαθητών της ομάδας παρέμβασης ενδέχεται να οφείλεται στην εκπαίδευση, μέσω των συνεδριών Νευροανάδρασης, του μετωπιαίου λοβού που ελέγχει τις παραπάνω εκτελεστικές λειτουργίες.

Όσον αφορά τις δυσκολίες των μαθητών με ΔΕΠ-Υ στην αντίληψη και εφαρμογή μαθηματικών εννοιών η Χυτήρη (2005) τις αποδίδει στην παρορμητικότητα και στην επιφανειακή προσέγγιση των προβλημάτων ενώ η Platt (2006) σε ελλείμματα στην εργαζόμενη μνήμη και στο μηχανισμό της προσοχής. Επομένως, η βελτίωση και σε αυτόν τον μαθησιακό τομέα που καταγράφουν οι εκπαιδευτικοί των μαθητών της ομάδας παρέμβασης μπορεί να αποδοθεί στη μείωση της παρορμητικότητας και στη βελτίωση της εργαζόμενης μνήμης και του μηχανισμού της προσοχής, βελτιώσεις οι οποίες συνδέονται με την εκπαίδευση με τη μέθοδο τη Νευροανάδρασης. Οι εγκεφαλικές περιοχές που εκπαιδεύτηκαν και συνέβαλαν στην παρατηρούμενη βελτίωση της ικανότητας αντίληψης και εφαρμογής των μαθηματικών εννοιών των μαθητών της ομάδας παρέμβασης ήταν αρχικά ο μετωπιαίος λοβός, η σωστή λειτουργία του οποίου αυξάνει την ικανότητα συγκέντρωσης και ελέγχου της παρορμητικότητας. Επιπλέον περιοχές που εκπαιδεύτηκαν στις συνεδρίες ήταν ο κροταφικός και ο βρεγματικός λοβός. Ο μεν κροταφικός, λόγω της διασύνδεσής του με τον ιππόκαμπο, υποστηρίζει τη λειτουργία της μνήμης ενώ ο βρεγματικός λοβός υποστηρίζει την αντίληψη συμβόλων, τη σύνθεση πληροφοριών και την εκτέλεση μαθηματικών πράξεων (Kalat, 1998∙ Gellatly & Zarate, 2007).

Tέλος, στην παρούσα έρευνα κατεβλήθη προσπάθεια να καταγραφούν οι όποιες βελτιώσεις στην ικανότητα συγκέντρωσης, στο χρόνο αντίδρασης και στον έλεγχο της παρορμητικότητας και με αντικειμενικές μετρήσεις όπως η δοκιμασία συνεχούς επίδοσης QIK-CPT. Για τις μεταβλητές «λάθη συγκέντρωσης», «εκπρόθεσμες σωστές απαντήσεις» και «λάθη παρόρμησης» οι δύο ομάδες δεν παρουσίαζαν διαφορές στην απόδοσή τους πριν την παρέμβαση καθώς η ανάλυση των αρχικών τους μετρήσεων δεν κατέδειξε στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Μετά την ολοκλήρωση των συνεδριών Νευροανάδρασης τα παιδιά της ομάδας παρέμβασης επέδειξαν σημαντική βελτίωση στις παραπάνω μεταβλητές σε σχέση με τα παιδιά της ομάδας ελέγχου. Η μείωση των λαθών συγκέντρωσης, παρόρμησης και η μείωση του αριθμού των εκπρόθεσμων απαντήσεων στην πραγματικότητα αντανακλά τη βελτίωση της ηλεκτρικής δραστηριότητας του μετωπιαίου λοβού. Λιγότερα λάθη συγκέντρωσης και παρόρμησης σχετίζονται με βελτίωση της ενεργοποίησης, δηλαδή με μείωση της βραδείας συχνότητας theta και αύξηση της συχνότητας beta, και με καλύτερα επίπεδα εγρήγορσης. Επομένως αποδεικνύεται ότι η εκπαίδευση με τη Νευροανάδραση έχει αντίκτυπο και πράγματι τροποποιεί τα επίπεδα ενεργοποίησης του εγκεφάλου.

Τα αποτελέσματα αυτά υποστηρίζονται και από έρευνες που επίσης χρησιμοποιούν αντικειμενικές δοκιμασίες αξιολόγησης της ΔΕΠ-Υ, όπως είναι η δοκιμασία TOVA. Οι Kaiser και Othmer (2000), οι Carmody, Radvanski, Wadhwani και οι συνεργάτες τους (2001), οι Monastra, Monastra και George (2002) και ο Rossiter (2004) καταγράφουν σημαντικές βελτιώσεις στην ικανότητα συγκέντρωσης και στον έλεγχο της παρορμητικότητας στη δοκιμασία TOVA στους μαθητές με ΔΕΠ-Υ που εκπαιδεύτηκαν με τη μέθοδο της Νευροανάδρασης. Στην παρούσα έρευνα καταγράφηκε βελτίωση και στη μεταβλητή «χρόνος αντίδρασης» στους μαθητές της ομάδας παρέμβασης, όπως και στις έρευνες των Bakhshayesh και των συνεργατών του (2011) και των Bakhtadze και των συνεργατών του (2011). Τα αποτελέσματα όμως δεν μπορούν να αξιολογηθούν διότι σε αυτή τη μεταβλητή οι δύο ομάδες διέφεραν πριν την παρέμβαση.

Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας είναι σημαντικά για δύο λόγους. Αρχικά, παρόλο που στο διεθνή χώρο οι έρευνες για την αποτελεσματικότητα της ΔΕΠ-Υ έχουν ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 1970 και ο αριθμός και τα ευρήματά τους είναι σημαντικά, στην Ελλάδα η έρευνα αυτή αποτελεί την πρώτη απόπειρα να μελετηθούν τα αποτελέσματα της Νευροανάδρασης σε δείγμα Ελλήνων μαθητών. Αν και η Νευροανάδραση χρησιμοποιείται από το 2000 στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ δεν είχε πραγματοποιηθεί μια συστηματική μελέτη και καταγραφή των αποτελεσμάτων της. Επομένως, η εργασία αυτή αποτελεί την πρώτη ερευνητική καταγραφή της αποτελεσματικότητας της Νευροανάδρασης στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ.

Δεύτερον, πιστοποιεί την αποτελεσματικότητα τεχνικών που στερούνται των βασικών μειονεκτημάτων των παραδοσιακών προσεγγίσεων. Η Νευροανάδραση είναι μια μέθοδος που στην πλειοψηφία των μαθητών με ΔΕΠ-Υ επιφέρει σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων τους μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς την ανάγκη άμεσης εμπλοκής των γονέων και των εκπαιδευτικών των παιδιών, χωρίς παρενέργειες, και το κυριότερο τα αποτελέσματά της είναι μόνιμα. Επιπλέον, η Νευροανάδραση είναι μη-επεμβατική μέθοδος και συνεπώς δε φέρει καμία των παρενεργειών της φαρμακευτικής αγωγής. Σημαντικό επίσης πλεονέκτημα της μεθόδου είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τη φαρμακευτική αγωγή που απλά καλύπτει κάποια συμπτώματα για όσο χρόνο τη λαμβάνει το παιδί, η Νευροανάδραση επιφέρει μόνιμα αποτελέσματα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Η μονιμότητα των αποτελεσμάτων πιστοποιείται από έρευνες που πραγματοποιούν επαναλαμβανόμενες μετρήσεις (Monastra, Monastra, & George, 2002∙ Gevensleben, Holl, Albrecht et al., 2010∙ Meisel, Servara, Garcia-Banda et al., 2014∙ Steiner, Frenette, Rene et al., 2014) και οφείλεται στις αλλαγές που συντελούνται στην ηλεκτρική δραστηριοποίηση του εγκεφάλου και οι οποίες πιστοποιούνται από τα αποτελέσματα ποσοτικών ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων και μαγνητικών τομογραφιών του εγκεφάλου (Gevensleben, Moll, & Heinrich, 2010∙ Moriyama, Polanczyk, Caye et al., 2012∙ Hillard, El-Baz, Sears et al., 2013∙ Mayer, Wyckoff, & Stehl, 2013∙ Arns, Heinrich, & Strehl, 2014).